22η παγκόσμια ετήσια έκθεση CEO της PwC: Μειωμένη η αισιοδοξία των διευθυνόντων συμβούλων σχετικά με την παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη
- Λεπτομέρειες
- Κατηγορία: ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ - ΕΡΕΥΝΕΣ
- Δημοσιεύτηκε στις Τρίτη, 22 Ιανουαρίου 2019 13:13
Σχεδόν το 30% των επιχειρηματικών ηγετών εκτιμούν ότι η παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη θα μειωθεί μέσα στους επόμενους 12 μήνες, ποσοστό σχεδόν εξαπλάσιο σε σχέση με το αντίστοιχο 5% που καταγράφηκε την περασμένη χρονιά. Αυτό αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα ευρήματα της έρευνας «22nd Annual Global CEO Survey», στην οποία συμμετείχαν περισσότεροι από 1.300 διευθύνοντες σύμβουλοι και, η οποία δημοσιεύτηκε στην ετήσια συνάντηση του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ που πραγματοποιείται αυτές τις ημέρες στο Νταβός. Το συγκεκριμένο εύρημα έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την περυσινή αλματώδη αύξηση της αισιόδοξης στάσης , από 29% σε 57%, σχετικά με τις προοπτικές της παγκόσμιας ανάπτυξης.
Ωστόσο, διακρίνονται κάποια σημάδια αισιοδοξίας με το 42% να εξακολουθεί να βλέπει θετικές προοπτικές.. Σε γενικές γραμμές, οι απόψεις των CEO σχετικά με την παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη εμφανίζονται ακραίες, ενώ συνολικά προβλέπουν πτώση. Αντίστοιχα είναι και τα ποσοστά για την Ελλάδα με μόνο το 44% να εκτιμά ανάπτυξη σε αντίθεση με το 78% το 2018.
Σημαντική μείωση της αισιοδοξίας για βραχυπρόθεσμη αύξηση των εσόδων
Μειωμένη είναι η αισιοδοξία αναφορικά και με τις βραχυπρόθεσμες προοπτικές των εταιρειών. Συγκεκριμένα, το 23% των Ελλήνων CEO που συμμετείχαν στην έρευνα δήλωσαν «ιδιαίτερα αισιόδοξοι» για τις προοπτικές ανάπτυξης του οργανισμού τους στους επόμενους 12 μήνες, ενώ σε βάθος τριετίας το ποσοστό αυξάνεται σε 36%.
Υπό αυτό το πρίσμα, για την ενίσχυση των εσόδων της φετινής χρονιάς οι διευθύνοντες σύμβουλοι σκοπεύουν να στηριχθούν κατά κύριο λόγο στην αύξηση της αποτελεσματικότητας των λειτουργιών (77%) και στη οργανική ανάπτυξη (79%).
Παράγοντες που απειλούν την ανάπτυξη
Η διαχείριση του λαϊκισμού που έχει σημειώσει άνοδο στις αγορές που συμμετέχουν στην έρευνα και οι τεταμένες εμπορικές σχέσεις αποτελούν σε παγκόσμιο επίπεδο 2 από τις σημαντικότερες απειλές για την ανάπτυξη. Στην Ελλάδα, περισσότεροι από τους μισούς (54%) διευθύνοντες συμβούλους που συμμετείχαν στην έρευνα κατέταξαν την αυξανόμενη φορολογική επιβάρυνση ως την σημαντικότερη απειλή για τις επιχειρήσεις τους. Ωστόσο ο δείκτης έχει μειωθεί σημαντικά σε σχέση με τα υψηλά επίπεδα του 2017 (81%)
Η φετινή έρευνα έχει μελετήσει σε βάθος και τους τομείς των Data & Analytics και της Τεχνητής Νοημοσύνης, δύο τομείς στους οποίους επικεντρώνονται και οι ηγέτες της αγοράς.
Data & Analytics
Σύμφωνα με τις απαντήσεις των συμμετεχόντων, οι διευθύνοντες σύμβουλοι εξακολουθούν να προβληματίζονται για τις δυνατότητες των οργανισμών σχετικά με την αξιοποίηση των δεδομένων, με αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός μεγάλου πληροφοριακού κενού που παραμένει άλυτο τα τελευταία 10 χρόνια. Παρά τις υψηλές επενδύσεις σε υποδομές πληροφορικής που έχουν πραγματοποιηθεί τα τελευταία χρόνια, οι διευθύνοντες σύμβουλοι εξακολουθούν να υποστηρίζουν ότι δεν έχουν στη διάθεσή τους όλη την πληροφόρηση που χρειάζονται για τη λήψη αποτελεσματικών αποφάσεων που εξασφαλίζουν τη μακροχρόνια επιτυχία και την ανθεκτικότητα των εταιρειών τους.
Οι προσδοκίες των ηγετών έχουν σίγουρα αυξηθεί λόγω των τεχνολογικών εξελίξεων, όμως οι CEO γνωρίζουν ότι οι δυνατότητες ανάλυσης που έχουν στη διάθεσή τους δεν συμβαδίζουν με τον όγκο των δεδομένων ο οποίος έχει σημειώσει εκθετική αύξηση κατά την τελευταία δεκαετία. Αναφορικά με την αντιμετώπιση αυτού του κενού δεξιοτήτων, οι CEO συμφωνούν ότι δεν υπάρχει άμεση λύση. Το 54% των ερωτηθέντων στην Ελλάδα υποστηρίζει ότι η λύση στο πρόβλημα είναι η επανεκπαίδευση και η αναβάθμιση των δεξιοτήτων, ενώ το 21% θεωρεί ότι η διαρκής εκπαίδευση θα μπορούσε να αποτελέσει μια λύση.
Όπως υποστηρίζει ο Bob Moritz, πρόεδρος του παγκόσμιου δικτύου της PwC: «Καθώς οι τεχνολογικές εξελίξεις συνεπάγονται ραγδαίες αλλαγές στην επιχειρηματικότητα, οι εργαζόμενοι με δεξιότητες στη διαχείριση δεδομένων και τη χρήση της ψηφιακής τεχνολογίας γίνονται ακόμη πιο πολύτιμοι, αλλά και περισσότερο δυσεύρετοι. Ωστόσο, η ανάγκη για ανθρώπους με προσωπικές δεξιότητες (soft skills) είναι επίσης σημαντική, γεγονός που καθιστά αναγκαία τη συνεργασία του επιχειρηματικού κόσμου, των κυβερνήσεων και των εκπαιδευτικών φορέων για να ανταποκριθούν στις συνεχώς μεταβαλλόμενες ανάγκες του εργατικού δυναμικού».
Τεχνητή νοημοσύνη (Artificial Intelligence)
Το 75% των ερωτηθέντων στην Ελλάδα και το 85% παγκοσμίως, πιστεύει ότι η τεχνητή νοημοσύνη θα επιφέρει σημαντικές αλλαγές στον τρόπο διεξαγωγής της δραστηριότητάς τους μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια, με σχεδόν τα δύο τρίτα εξ αυτών να θεωρούν τις αλλαγές μεγαλύτερες από του διαδικτύου.
Παρά τις υψηλές προσδοκίες, πάνω από τους μισούς (54%)διευθύνοντες συμβούλους στην Ελλάδα δεν διαθέτουν κάποιο σχέδιο υιοθέτησης τεχνητής νοημοσύνης, ενώ το 31% σκοπεύει να εκπονήσει σχετικό πλάνο μέσα στην επόμενη τριετία.
Αναφορικά με τον αντίκτυπο που θα έχει η τεχνητή νοημοσύνη στις θέσεις εργασίας, το 88% των ερωτηθέντων από την Κίνα πιστεύει ότι θα καταργήσει περισσότερες θέσεις εργασίας από όσες θα δημιουργήσει. Λιγότερο επιφυλακτικοί δηλώνουν οι CEO στην Ελλάδα με τον αντίστοιχο δείκτη να αγγίζει το 42%.
Σύμφωνα με τον Μάριο Ψάλτη, CEO PwC Greece: «Οι επιχειρήσεις που θα παραμείνουν ανταγωνιστικές είναι εκείνες που θα δουν τη λειτουργία τους ως μέρος μια διεθνούς μεταβαλλόμενης αγοράς η οποία διαμορφώνεται από τις παγκόσμιες τάσεις. Προς αυτή τη κατεύθυνση απαιτείται επαναπροσδιορισμός της εταιρικής κουλτούρας και εστίαση στη μεγάλη εικόνα. Η τεχνολογία γίνεται αρωγός προσφέροντας ευκαιρίες. Οδηγεί ωστόσο και σε έλλειψη δεξιοτήτων που είναι εμφανής και στην Ελλάδα καλώντας τις επιχειρήσεις για τοποθέτηση του ανθρώπινου δυναμικού και της εκπαίδευσης, υψηλά στη λίστα των προτεραιοτήτων. Σημαντικό εύρημα της έρευνας αποτελεί το γεγονός ότι η φορολογική επιβάρυνση παραμένει η μεγαλύτερη απειλή για τους CEO των ελληνικών επιχειρήσεων όταν σε διεθνές επίπεδο το βλέμμα έχει στραφεί στο κενό δεξιοτήτων των εργαζομένων. Απαιτείται λοιπόν, προσαρμογή του φορολογικού πλαισίου και μετάβαση σε ένα δίκαιο και σταθερό μοντέλο που ενθαρρύνει την ανάπτυξη και τη βιωσιμότητα»