Δευ05062024

Last updateΔευ, 01 Ιουλ 2024 7am

To Ναυτικό Επιμελητήριο και η ελληνική ναυτιλία τις μέρες του 1940

nee2189

Το Ναυτικό Επιμελητήριο Ελλάδος ιδρύθηκε στις 30 Σεπτεμβρίου 1936 με τον Α.Ν. 191. Όπως αναφέρεται στο site του ΝΕΕ (nee.gr), η πρώτη Γενική Συνέλευση του ΝΕΕ πραγματοποιήθηκε στις 18 Μαρτίου του έτους 1937 στην αίθουσα του Πειραϊκού Συνδέσμου με την συμμετοχή 83 μελών.

Η συνέλευση ενέκρινε τον Οργανικό Κανονισμό του Επιμελητηρίου και εξέλεξε τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου το οποίο τέσσερις ημέρες αργότερα συγκροτήθηκε σε σώμα με Πρόεδρο τον Γεώργιο Εμπειρίκο και Αντιπροέδρους τους Εμμανουήλ Μιχαλινό και Παναγή Γιαννουλάτο. Για την στέγαση του Επιμελητηρίου μισθώνεται κτίριο επί της πλατείας Κοραή στο οποίο επίσης φιλοξενείται το Γραφείο της Ναυτιλιακής Επιτροπής Βαλκανικής Συνεννόησης. Επίσης προσλαμβάνεται ο δικηγόρος Γεώργιος Δανιόλος ως νομικός σύμβουλος ο οποίος και συνέταξε τον πρώτο κανονισμό του ΝΕΕ αποτελούμενο από 40 άρθρα.
Μεταξύ των κυριοτέρων θεμάτων που απασχόλησαν το Διοικητικό Συμβούλιο στο πρώτο έτος λειτουργίας του ήταν η ίδρυση ναυτασφαλιστικού οργανισμού με συμμετοχή εφοπλιστικών κεφαλαίων καθώς και της Εθνικής Τραπέζης.
Την περίοδο εκείνη ο Ελληνικός στόλος αριθμούσε 599 ατμόπλοια ολικής χωρητικότητος 1,8 εκατομμυρίων κόρων και 714 ιστιοφόρα 55,5 χιλιάδων κόρων.
Το μεγάλο πρόβλημα που αντιμετώπιζε τότε η εθνική ναυτιλία ήταν η μειωμένη ανταγωνιστικότητα των Ελληνικών φορτηγών πλοίων έναντι πλοίων άλλων σημαιών, η οποία κατά κύριο λόγο οφείλετο στην «έλλειψιν προτιμήσεως εις τας Διεθνείς μεταφοράς λόγω παλαιότητος και ακαταλληλότητος δια την μεταφοράν πολυτίμων και ευπαθών φορτίων,» καθώς και στον «αποκλεισμόν της σημαίας μας παρά των εισαγωγικών κρατών τα οποία χρησιμοποιούσιν κατά προτίμησιν τα ιδικά των πλοία, εξαναγκαζομένων ούτως των Ελληνικών φορτηγών να προσφέρονται εις χαμηλοτάτας τιμάς.»
Όσον αφορά την κρατική υποστήριξη, αυτή ήταν ανύπαρκτη επειδή «ο όγκος του φορτηγού μας στόλου είναι δυσαναλόγως υπέρτερος των εθνικών μας μεταφορικών αναγκών και συνεπώς το Ελληνικόν Κράτος δεν δύναται, μιμούμενον άλλα κράτη, να εφαρμόση πολιτικήν προστασίας της σημαίας.»
Ως αποτέλεσμα, «το Ελληνικόν φορτηγόν ευρέθη μόνον να παλαίση εναντίον συναγωνιστών ισχυρώς προστατευομένων υπό της κρατικής αρωγής και μοιραίως παρεμερίσθη από τας ναυλαγοράς.»
Η ίδρυση του Επιμελητηρίου συμπίπτει χρονικά με την δημιουργία του Υφυπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας με πρώτο Υφυπουργό τον Πειραιώτη νομομαθή Δευκαλίωνα Ρεδιάδη.
Η ατμόσφαιρα λίγο πριν από την έκρηξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου περιγράφεται γλαφυρά στην Έκθεση Πεπραγμένων του Ναυτικού Επιμελητηρίου κατά την χρήση 1939-1940: «Η υφήλιος ολόκληρος ευρίσκεται επί ποδός πολέμου και δεν αρκεί παρά είς και μόνον σπινθήρ εις καίριον σημείον δια να εξαπολύση τας τεραστίας δυνάμεις του κακού αι οποίαι μέχρι σήμερον φαίνονται παραμένουσαι εν αδρανεία. Όλη αυτή η ανωμαλία ήτο επόμενον να επηρεάση βαθύτατα τας παγκοσμίους οικονομικάς σχέσεις αι οποίαι είναι τόσον ευαίσθητοι εις τας πολιτικάς διαταραχάς. Κατά πρώτον δε και κύριον λόγον την ναυτιλίαν, η οποία, ως το κατ’ εξοχήν όργανον των διεθνών οικονομικών σχέσεων, υφίσταται αμεσώτερον και ταχύτερον τον αντίκτυπον πάσης ανωμαλίας».
Η κρίση έφερε σε ακόμη δυσμενέστερη θέση τον Ελληνικό στόλο με αποτέλεσμα τον παροπλισμό των περισσοτέρων μονάδων του. Τα ασφάλιστρα ανέβηκαν κατακόρυφα, ενώ παρατηρήθηκαν σοβαρά κρούσματα αρνήσεως των πληρωμάτων να συνεχίσουν την εκτέλεση των καθηκόντων τους, «είτε διότι ο προ του πολέμου καλλιεργηθείς φόβος περί τρομακτικών μέσων καταστροφής εκυρίευσε τους ναυτιλλομένους, είτε διότι ούτοι εθεώρησαν κατάλληλον την ευκαιρίαν να ικανοποιήσουν όσω το δυνατόν μεγαλυτέρας αξιώσεις». Το πρόβλημα περιορίστηκε στο ελάχιστο με παρέμβαση της κυβέρνησης η οποία καθόρισε ικανοποιητικά πολεμικά επιδόματα για τους ναυτικούς και παράλληλα θέσπισε αυστηρές κυρώσεις για τους παραβαίνοντες τις υποχρεώσεις τους ως μέλη πληρώματος πλοίου.
Επίσης ιδρύθηκε ο Οργανισμός Ασφαλίσεως πληρωμάτων κατά κινδύνων πολέμου ο οποίος χορηγούσε αποζημιώσεις για ατυχήματα σε ώρα υπηρεσίας, παρά το γεγονός ότι τα πληρώματα ήταν ήδη καλυμμένα για παρόμοιους κινδύνους από τους αλληλασφαλιστικούς οργανισμούς των πλοιοκτητών. Από την άλλη πλευρά όμως το Κράτος βρέθηκε στην ανάγκη να ζητήσει την έκτακτη οικονομική συμβολή της φορτηγού ναυτιλίας την οποία, «ο εφοπλιστικός κόσμος εν πλήρει επιγνώσει των υποχρεώσεών του απέναντι της πατρίδος απεδέχθη ομοθύμως.» Παράλληλα επιτάχθηκε και ένας ορισμένος αριθμός πλοίων για την εξασφάλιση των μεταφορικών αναγκών της χώρας.
Την περίοδο αυτή οι Έλληνες πλοιοκτήτες προέβησαν σε μαζικές πωλήσεις δεδομένου ότι οι τιμές των second-hand διατηρούντο σε υψηλά επίπεδα επειδή η Μεγάλη Βρετανία απαγόρευσε στους εθνικούς της πλοιοκτήτες να πωλούν τα πλοία τους σε αλλοδαπούς.
Η δράση του Ναυτικού Επιμελητηρίου στη δύσκολη εκείνη εποχή υπήρξε σαφώς καθορισμένη και σταθερά προσανατολισμένη προς τις κατευθύνσεις που εχάραξε από της ιδρύσεώς του: «Αιρόμενοι υπεράνω επαγγελματικών επιδιώξεων και των ατομικών συμφερόντων προσεπαθήσαμεν να κατατοπίσωμεν τους διοικούντας τα ναυτιλιακά μας πράγματα περί της ακριβούς καταστάσεως της ναυτιλίας μας επικαλούμενοι την Κρατικήν αρωγήν εκεί όπου αύτη ηδύνατο να παρασχεθή. Δυστυχώς δεν ησχολήθημεν με ευχάριστα ζητήματα με τα οποία άλλαι προνομιούχαι ναυτιλιακαί οργανώσεις ξένων κρατών ησχολούντο, δηλαδή με διανομήν επιχορηγήσεων, διότι η μικρά και πτωχή Ελλάς δεν είναι εις θέσιν να προβή εις τοιαύτας προστατευτικάς χειρονομίας προς την φορτηγόν της ναυτιλίαν».
Τα ανωτέρω αναφέρει η Διοίκηση του ΝΕΕ με Πρόεδρο (από την 1.4.1939) τον Νικόλαο Γ. Λιβανό και Αντιπροέδρο τον Μηνά Διακάκη στη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου της 22ας Μαρτίου 1940. Στη συνεδρίαση εκείνη τέθηκε για πρώτη φορά το ζήτημα της διεξαγωγής διαιτησιών στο Επιμελητήριο από τον Λουκά Νομικό ο οποίος είπε: «Παραλλήλως προς την άλλην δράσιν του, το Ναυτικόν Επιμελητήριον θα έδει ν’ αναλάβη και την εκδίκασιν των διαφόρων ναυτιλιακών διαφορών, διότι, ως γίνεται σήμερον, η εκδίκαση των υποθέσεων τούτων παρά των κοινών δικαστηρίων όχι μόνο είναι βραδεία και πολυδάπανος αλλά και πολλάκις καταλήγει εις αποφάσεις ουχί δικαίας και τούτο διότι οι δικασταί στερούνται των ειδικών γνώσεων αι οποίαι είναι απαραίτητοι δια να κρίνη τις επί διαφορών ναυτιλιακής φύσεως.» Αμέσως κατόπιν ανατέθηκε στους νομικούς συμβούλους του Επιμελητηρίου ο καταρτισμός ειδικού κανονισμού περί διαιτησιών στο ΝΕΕ. Μεσολάβησε όμως ο πόλεμος και ο εν λόγω κανονισμός άργησε αρκετά χρόνια να τεθεί σε ισχύ, αφού εγκρίθηκε το 1948 με σχετικό Β.Δ.
Για την επιβίωση και πρόοδο της Ελληνικής ναυτιλίας στη διάρκεια της ανώμαλης κατάστασης του πολέμου, αλλά και μετά το πέρας αυτού, το ΝΕΕ απευθύνει παραίνεση στα μέλη του να ενισχύσουν τα προτερήματά τους και να εξαλείψουν τα ελαττώματά τους. Στον κατάλογο των προτερημάτων περιλαμβάνονται: «η εκ μακράς παραδόσεως επιχειρηματικότης μας περί της ναυτιλίας, η ευστροφία μας προς προσαρμογήν εις τας εκάστοτε μεταβαλλομένας περιστάσεις, η έμφυτος επιμονή των ναυτιλιακών μας επιχειρηματιών εις την θαλασσίαν επιχείρησιν παρά τας αποτόμους μεταπτώσεις της, τους κινδύνους της και τας συμφοράς της, και η ύπαρξις πυρήνος εμψύχου υλικού αποτελουμένου από πραγματικούς ναυτικούς διατηρούντας εισέτι τας υγιείς αρχάς του παρελθόντος, την συνείδησιν του καθήκοντος και την αγάπην προς το ναυτικό επάγγελμα.»
Όσον αφορά τα μειονεκτήματα, σε αυτά συγκαταλέγονται οι περιορισμένοι οικονομικοί πόροι των Ελληνικών ναυτιλιακών επιχειρήσεων, η διασπορά της πλοιοκτησίας και η απουσία πνεύματος συνεργασίας μεταξύ των Ελλήνων πλοιοκτητών: «Εάν σήμερον η συγκρότησις του εμπορικού μας στόλου είναι η χειροτέρα όλων των των σημαιών από απόψεως ποιοτικής του πλωτού υλικού, τούτο οφείλεται κατά μέγαν λόγον εις την ατομικήν φιλοδοξίαν του Έλληνος εφοπλιστού να δημιουργήση και ο πτωχότερος ιδίαν εφοπλιστική επιχείρησιν γινόμενος κάτοχος ενός οιουδήποτε πλοίου δι’ ελαχίστων κεφαλαίων, αντί να συνεταιρισθή με άλλους συναδέλφους εις την ίδρυσιν βιωσίμου και ισχυράς επιχειρήσεως.»
Ως γνωστό, οι απώλειες πολέμου της Ελληνικής ναυτιλίας υπήρξαν βαρύτατες. Πάνω από 2.000 ναυτικοί που υπηρετούσαν σε Ελληνικά πλοία έχασαν τη ζωή τους, κυρίως από τορπιλισμούς Γερμανικών υποβρυχίων, ενώ άλλοι 2.500 κατέστησαν ανάπηροι εφ’ όρου ζωής. Ο Ελληνικός εμπορικός στόλος αποδεκατίσθηκε κατά τα δύο του τρίτα. Τα υπολείμματα του στόλου στο τέλος του πολέμου ήταν 154 πλοία συνολικής χωρητικότητος 532.000 κόρων.

Περισσότερα νέα

News In English

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Εγγραφή NewsLetter