Πεμ03282024

Last updateΔευ, 01 Ιουλ 2024 7am

Θα ωφελήσει το Brexit την Ελληνική ναυτιλία;

gerassimou

Νίκου Γ. Γερασίμου
Ναυτιλιακού Δικηγόρου
Μέλους του Δ.Σ. της Ελληνικής Ένωσης Ναυτιλιακών Δικηγόρων
Μέλους του Δ.Σ. της Ελληνικής Ένωσης Ναυτικού Δικαίου

Προδιάθεση

Στο δημοψήφισμα της 23 Ιουνίου 2016 οι Βρετανοί ψήφισαν υπέρ του λεγόμενου Brexit, δηλαδή έλαβαν την απόφασή τους να πορευθούν ως κράτος και οικονομία εκτός της Ευρωπαϊκής οικογένειας. Βέβαια, πάντοτε, ακόμα και στο απώτατο παρελθόν οι Βρετανοί δεν έτρεφαν και τα πιο αγαθά αισθήματά τους απέναντι στην ενωμένη Ευρώπη και το είχαν δείξει άλλωστε σε πάμπολες περιπτώσεις. Ίσως ακόμα και η διαρκής εμμονή τους, επί εκατονταετίες, ακόμα και στις αυτοκρατορικές κατακτήσεις τους, να οδηγούν δεξιόστροφα και αυτό να υποδηλώνει μία υφέρπουσα πλην ορατή προσπάθειά τους για τη διαφοροποίηση του «νησιού» από την «ήπειρο».

Οι εν γένει επιπτώσεις του Brexit – Σκληρό Brexit

Είναι αναμφισβήτητο γεγονός ότι μία έξοδος της Βρετανίας από την Ε.Ε. θα έχει επικίνδυνες επιπτώσεις, κυρίως οικονομικές, πολιτικές και θεσμικές. Οι οικονομικές, καταρχήν συνέπειες του Brexit δεν μπορούν να καθοριστούν με βεβαιότητα ακόμα και σήμερα, καθόσον είναι ακόμα άγνωστο το τελικό μοντέλο που θα κυριαρχήσει και πάνω στο οποίο θα τροχοδρομήσει η μελλοντική σχέση Βρετανίας – Ε.Ε. Θα είναι σκληρό ή μαλακό Brexit; Θα έχουμε επώδυνο ή βελούδινο διαζύγιο της Βρετανίας με την Ε.Ε.;

Από όσα διαβάζουμε, τουλάχιστον από τις αρχές του 2017, κυρίως από δηλώσεις της Πρωθυπουργού της Βρετανίας, αλλά και άλλων Άγγλων πολιτικών, η Βρετανία οδηγείται κατά πάσα πιθανότητα σε ένα σκληρό Brexit, δηλαδή σε έξοδο από την ενιαία αγορά, σε πλήρη έλεγχο των συνόρων της και σε κατάργηση της δικαιοδοσίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου.

«Δεν πρέπει να είμαστε με το ένα πόδι μέσα και με το άλλο έξω», τόνισε χαρακτηριστικά η Τερέζα Μέι στο Συνέδριο των Συντηρητικών της χρονιάς αυτής. «Brexit σημαίνει Brexit». Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο. Ακόμη, ανέφερε ότι επιθυμεί «μια πραγματική παγκόσμια Βρετανία», έτσι ώστε να αποδεσμευθεί από τις ελευθερίες της Ε.Ε. και να αναζητήσει επενδυτικές και αναπτυξιακές ευκαιρίες που δεν θα περιορίζονται αυστηρά μέσα στα Ευρωπαϊκά σύνορα.

Ισχυρό παράδειγμα αυτής της άποψης είναι το γεγονός ότι μια αποδυναμωμένη στερλίνα θα μπορούσε να αποτελέσει ένα ισχυρό κίνητρο για την ανάπτυξη της εξαγωγικής δραστηριότητας της Βρετανίας.

Όμως, εντελώς πρόσφατα η Τερέζα Μέι υιοθέτησε μια νέα προσέγγιση ως προς τη σχέση της Βρετανίας με την Ε.Ε., ιδιαίτερα μετά την πρόσφατη υποβάθμιση σε Αα2 της πιστοληπτικής ικανότητας της Βρετανίας από τον Αμερικανικό Οίκο Moodys, δύο κλίμακες χαμηλότερα του AAA που η χώρα απολάμβανε επί 35 ολόκληρα χρόνια μέχρι το 2013.

Σε πρόσφατη ομιλία της στη Φλωρεντία αναφέρθηκε σε διετή μεταβατική περίοδο μετά τη έξοδο το 2019, δηλαδή για το 2021, πράγμα που εξόργισε τον Τζέρεμι Κόρμπιν που δήλωσε ότι «η μεταβατική περίοδος οφείλει να διαρκέσει όσο είναι αναγκαίο». Σε κάθε περίπτωση, φαίνεται ότι οι παλινωδίες αφορούν τον τρόπο της σύνδεσης της Βρετανίας με την Ε.Ε., πράγμα που έχει επανειλημμένα στηλιτευθεί από τον Υπουργό Εξωτερικών της Γερμανίας Ζίγκμαρ Γκάμπριελ «ήρθε η ώρα για την κυβέρνηση της Βρετανίας να πει ξεκάθαρα υπό ποιες συνθήκες θέλει να αποχωρήσει από την Ε.Ε.», και παλαιότερα από τον Ζαν Κλωντ Γιούνκερ «δεν μπορείς να έχεις το ένα πόδι μέσα και το άλλο έξω.

Σε αυτό το θέμα θα είμαστε ανυποχώρητοι», τον Φρανσουά Ολάντ «η Βρετανία θέλει να φύγει χωρίς να πληρώσει τίποτε. Πρέπει, όμως, να υπάρχει ρίσκο, πρέπει να υπάρχει τίμημα» ή ακόμα από τον Μισέλ Σαπέν «κανείς στην Ευρωζώνη δεν θα δεχθεί το βασικότερο κέντρο συναλλαγών σε ευρώ να βρίσκεται εκτός Ε.Ε.».

Ειδική – Μεταβατική συμφωνία Βρετανίας – Ε.Ε.

Υπάρχει βέβαια και η αντίθετη εκδοχή, ότι δηλαδή η έξοδος θα αποτελεί ένα «απαλό και light» Brexit που θα έχει τη μορφή μιας μεταβατικής συμφωνίας μεταξύ Βρετανίας και Ε.Ε., αντίστοιχης με αυτή της Νορβηγίας ως μέλος του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (Ε.Ο.Χ.), η οποία συστήθηκε το 1994 ως ένα προσωρινό δίκτυο για διάφορες χώρες που προετοιμάζονταν να ενταχθούν στην Ε.Ε.

Όμως, μετά την απόρριψη του δημοψηφίσματος της ένταξης της χώρας τους στην Ε.Ε., 11 μήνες αργότερα, η Ε.Ο.Χ. έχει διαρκέσει 24 χρόνια!!

Η εφαρμογή του αποκαλούμενου «Νορβηγικού μοντέλου» θα εξασφάλιζε μεν ελεύθερη κίνηση προσώπων, κεφαλαίου, αγαθών και υπηρεσιών με περιορισμένη όμως αυτονομία στους υφιστάμενους κανονισμούς, δυσκολία λήψης αποφάσεων για τον προσδιορισμό του Ευρωπαϊκού Πλαισίου και αδυναμία χρηματοδότησης του Ευρωπαϊκού Προϋπολογισμού. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι οι Ευρωπαίοι, γενικά, έχουν σκληρύνει τη στάση τους απέναντι στο Brexit είτε με τη μία είτε με την άλλη μορφή, ιδιαίτερα η Γαλλική πλευρά αναδιφώντας το παρελθόν ήταν ιδιαίτερα επικριτική ισχυριζόμενη ότι αν η Βρετανία με τον οποιοδήποτε τρόπο επιθυμούσε πλήρη πρόσβαση στην εσωτερική αγορά της Ε.Ε. θα όφειλε να συμμορφώνεται με όλους τους κανόνες και τις ελευθερίες της Ε.Ε.

Σκιαγραφώντας για λίγο τις επιπτώσεις του Brexit, θα επισημάνουμε σε πολιτικό επίπεδο είτε με τη μορφή ενός σκληρού Brexit είτε με τη μορφή μιας ειδικής συμφωνίας η κατάσταση αυτή θα προσέφερε πειστικά επιχειρήματα στους φεντεραλιστές της Ε.Ε. να ζητούν δραστική έξοδο της Βρετανίας από την Ε.Ε. ώστε να μην ενδυναμώνονται ανάλογες συμπεριφορές και ορέξεις άλλων χωρών, όπως η Δανία και η Σουηδία.

Στον αντίποδα αυτού ένα Brexit θα μπορούσε να οδηγήσει στην κυριαρχία της Γερμανίας ως της κυριότερης οικονομικής και πολιτικής δύναμης της Ε.Ε. των 27 χωρών – μελών της. Αξιοσημείωτο γεγονός που δεν πρέπει να ξεχνάει κανείς είναι και η οικονομική επιρροή που ασκεί η Γερμανία σε παραδοσιακές χώρες όπως η Πολωνία, η Ουγγαρία και η Ρουμανία ή και σε νεότερες ακόμα όπως η Τσεχία, η Σλοβενία και οι Βαλτικές Δημοκρατίες, ενώ φαίνεται να συμφωνεί και να συγκλίνει σε ζητήματα οικονομικής πολιτικής με πολύ ανεπτυγμένα κράτη όπως είναι η Ολλανδία, η Αυστρία και η Δανία.

Έτσι, ανεξάρτητα από το μοντέλο του Brexit φαίνεται να δημιουργείται μια νέα αλλαγή στο συσχετισμό των οικονομικών δυνάμεων μέσα στα σπλάχνα της Ε.Ε. υπέρ της Γερμανίας με ενδιαφέρουσα την αναμονή των νέων πολιτικών συμπεριφορών που θα αναδειχθούν ως προς τις συνέπειες για την Ευρωπαϊκή οικονομία.

Όμως το Brexit δημιουργεί αναταράξεις και σε θεσμικό επίπεδο δεδομένου ότι θα επέλθει αλλαγή στη σύνθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου μετά την αποχώρηση των 73 Βρετανών Ευρωβουλευτών, αλλαγή στον τρόπο χρηματοδότησης του Ευρωπαϊκού προϋπολογισμού, χωρίς τη συνεισφορά και συνδρομή της Βρετανίας, ανάπτυξη ή και πυροδότηση ακόμα λαϊκιστικών συναισθημάτων ακροδεξιού χαρακτήρα από δεξιούς και ακροδεξιούς λαϊκιστές στην Ε.Ε. που θα επιθυμούσαν να φέρουν στο προσκήνιο αντιευρωπαϊκές πολιτικές πλήρους προστατευτισμού.

Ακράδαντο παράδειγμα το δεξιό Εθνικό Μέτωπο της Μαρί Λεπέν στη Γαλλία, του Ακροδεξιού Ματέο Σαλβίνι της Λέγκας του Βορρά στην Ιταλία, των Εθνικιστικών Ρευμάτων της Ουγγαρίας και Αυστρίας με στόχο την πλήρη αποσταθεροποίηση του χτισμένου επί δεκαετίες με κόστος και αίμα Ευρωπαϊκού μοντέλου.

Οι επιπτώσεις του Brexit γενικά για την Ελλάδα

Κάτω, λοιπόν, από αυτό το διεθνές πολιτικό και θεσμικό πρίσμα αναρωτιέται κανείς ποιες θα είναι τελικά οι επιπτώσεις ενός Brexit στην Ελλάδα. Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία του Enterprise Greece μέχρι την 31.12.2012, 108 Ελληνικές επιχειρήσεις μετείχαν στο μετοχικό κεφάλαιο Βρετανικών εταιρειών, ενώ από τότε ο αριθμός αυτός έχει περαιτέρω αυξηθεί.

Σύμφωνα με στοιχεία που δημοσιοποίησε η εφημερίδα «Ναυτεμπορική» ο κύκλος των εργασιών τους ξεπερνούσε το 1,5 δις ευρώ, η κερδοφορία προ φόρων τους τα 66 εκ. ευρώ και τα περιουσιακά τους στοιχεία τα 2 δις ευρώ, ενώ οι τοποθετήσεις που είχαν γίνει το 2012 στην τοπική αγορά συμπεριλαμβανομένων των Channel Islands, της Βόρειας Ιρλανδίας και του Γιβραλτάρ, άγγιζαν το μισό δις ευρώ με αύξηση 64% σε σχέση με το 2008.

Επομένως, η Ελληνική κυβέρνηση πρέπει να σκεφτεί συγκεκριμένους στόχους για να ενισχυθεί η Ελληνική οικονομία μετά το Brexit, να ενισχυθεί το Ευρωπαϊκό μέτωπο, να μην εφαρμοστούν διμερείς ή πολυμερείς συμφωνίες που παρακάμπτουν ή ναρκοθετούν τους Ευρωπαϊκούς θεσμούς και να κατοχυρωθούν και παγιοποιηθούν τα δικαιώματα των Ελλήνων που εργάζονται ή σπουδάζουν στη Βρετανία.

Ακόμη, στη χειμαζόμενη αγορά του real estate να διεκδικήσουμε τον επαναπατρισμό των Ελληνικών κεφαλαίων που είχαν τοποθετηθεί στη Βρετανική αγορά, με κατάλληλη πολιτική κινήτρων, εκμεταλλευόμενοι το γεγονός ότι το Λονδίνο αντιμετωπίζει σημαντικά προβλήματα στα επαγγελματικά και αστικά ακίνητα. Τέλος, στο ζήτημα του τουρισμού θα πρέπει να αναπτυχθούν τέτοιες πολιτικές ώστε οι Βρετανοί τουρίστες που αναμένεται να δεχθούν μία οικονομική πίεση από την υποτίμηση της στερλίνας να έχουν την Ελλάδα ως ένα σταθερά ελκυστικό προορισμό. Ασφαλώς, οποιαδήποτε υπερφορολόγηση του τουριστικού τομέα θα πρέπει να εγκαταλειφθεί.

Οι επιπτώσεις του Brexit στην Ελληνική ναυτιλία

Κεφαλαιώδης σημασία στην ανάπτυξη της Ελληνικής οικονομίας αποτελεί και η μεγάλη Ελληνική ναυτιλία. Τίθεται, λοιπόν, το ερώτημα ποιες είναι οι αναμενόμενες εξελίξεις και επιπτώσεις ενός Brexit σε αυτή. Παραδοσιακά, εδώ και αιώνες, το City του Λονδίνου, μετά την ύφεση και συρρίκνωση της ναυτιλιακής Νέας Υόρκης κατά τη δεκαετία του 1980 και μετά είναι ένα από τα μεγαλύτερα διεθνή οικονομικά και ναυτιλιακά κέντρα.

Αν μάλιστα κανείς ανατρέξει στην ετήσια μελέτη της MENON Economics για τα κορυφαία ναυτιλιακά κέντρα διεθνώς θα διαπιστώσει ότι στις πρώτες 4 θέσεις είναι η Σιγκαπούρη, το Αμβούργο, το Όσλο, η Σαγκάη και πέμπτο το Λονδίνο.

Έτσι, και από την υψηλή αυτή θέση του το Λονδίνο διατηρεί μία ηγεμονική θέση στα διεθνή ναυτιλιακά δρώμενα, ενώ στελέχη της αγοράς, που έχουν μιλήσει δημόσια, επιβεβαιώνουν ότι ένα Brexit τελικά δεν πρόκειται να επηρεάσει αρνητικά το Λονδρέζικο ναυτιλιακό cluster. Και τούτο διότι αυτό στηρίζεται σε γερές βάσεις, θεσμούς και κανονιστικές διατάξεις.

Εκεί εδράζεται η διεθνής ναυτασφαλιστική αγορά, οι ναυλομεσιτικοί οίκοι, το τραπεζικό σύστημα της χρηματοδότησης της παγκόσμιας ναυτιλίας, οι διακανονισμοί ζημιών, το Baltic Exchange, η ύπαρξη και λειτουργία του θεσμού της ναυτικής διαιτησίας, με εκατοντάδες υποθέσεις που κάθε χρόνο εκδικάζονται στη δικαιοδοσία της, θεσμοί δηλαδή που εδραιώθηκαν και παγιοποιήθηκαν από αιώνες και συνεχίζουν αδιάρρηκτα να λειτουργούν και να τους εμπιστεύεται η παγκόσμια ναυτιλιακή αγορά.

Όμως, παρατηρούμε, εδώ και καιρό, κυρίως στη χρηματοοικονομική ναυτιλιακή αγορά, τράπεζες και χρηματοοικονομικοί οίκοι να φλερτάρουν έντονα με την ιδέα μετεγκατάστασής τους σε άλλα εκτός Βρετανίας κέντρα όπως είναι η Φρανκφούρτη, το Μόντε Κάρλο ή ακόμα και η Σιγκαπούρη. Ακόμη, και το Παρίσι καραδοκεί να προσελκύσει και να «στρώσει το χαλί» στο δικό του city για τις αλλοδαπές ναυτιλιακές τράπεζες από το Λονδίνο.

Θα προσθέσουμε, ακόμα, το παράδειγμα του πολύ γνωστού ναυλομεσιτικού οίκου Gibsons ο οποίος το καλοκαίρι του 2016 εγκατέλειψε το Λονδρέζικο city και εγκαταστάθηκε στην Ελβετία.

Έτσι, κάτω από τη διαμορφωμένη αυτή κατάσταση, και ο Πειραιάς ως εν δυνάμει (δυστυχώς ακόμα) ναυτιλιακό cluster θα μπορούσε στη συγκυρία αυτή με κατάλληλες πολιτικές να αποτελέσει κέντρο προσέλκυσης σημαντικών παρόχων ναυτιλιακών υπηρεσιών.

Όμως, για το σκοπό αυτό απαιτείται χάραξη κατάλληλης ναυτιλιακής πολιτικής, πρώτιστα από ανθρώπους γνώστες της ναυτιλιακής αγοράς και κυρίως χωρίς τις οποιεσδήποτε ιδεοληπτικές αγκυλώσεις ή στείρες συμπεριφορές. Στην Ελλάδα, άλλωστε, και ιδιαίτερα στο city του Πειραιά εδώ και αρκετά χρόνια έχουν ξεκινήσει σοβαρότατες προσπάθειες για το σχεδιασμό και τη δημιουργία του Ελληνικού cluster και έχουν γίνει κατανοητά τα οφέλη από τη δημιουργία των επιχειρηματικών συστάδων, κυρίως με τη δημιουργία δικτύων συνεργασίας ως ένα αναπτυξιακό στρατηγικό πλαίσιο.

Ακόμα, έχουν γίνει προσπάθειες, όπως π.χ. από το ΕΒΕΠ, για την εξειδικευμένη προσφορά ναυτικής τεχνογνωσίας και ιδιαίτερα στην ναυπηγοεπισκευαστική βιομηχανία, το εισαγωγικό, εξαγωγικό και διαμετακομιστικό εμπόριο, τις τροφοδοσίες πλοίων, τις μεταφορές – logistics, το marketing, το ναυτιλιακό εξοπλισμό, τις λιμενικές υποδομές, καθώς και την ανάπτυξη των εν γένει ναυτιλιακών υπηρεσιών.

Παράλληλα, υπάρχουν επίκαιρες συζητήσεις με το ΝΕΕ, την ΕΕΕ, την ΕΕΝΜΑ για την ανάπτυξη αυτών, ενώ σε όλα τα παραπάνω θα πρέπει να προστεθεί και η ουσιαστική και σημαντική Ελληνική τεχνογνωσία στη διαχείριση ποντοπόρων πλοίων από τον Πειραιά, εκεί όπου παραδοσιακά οι Έλληνες έχουν μεγαλουργήσει και απολαμβάνουν το θαυμασμό της παγκόσμιας ναυτιλιακής επιχειρηματικότητας.

Ας μη λησμονούμε ότι μπορεί το Λονδίνο να καταλαμβάνει την πρώτη θέση στο χρηματοοικονομικό τομέα στη ναυτασφάλιση και στη ναυτική διατησία, το Όσλο να επικρατεί στη ναυτική τεχνολογία, η Σιγκαπούρη και η Σαγκάη να υπερτερούν στα σημεία στην κίνηση των λιμανιών τους και στη ψηφιακή εποχή, ο Πειραιάς όμως εδώ και πολλά χρόνια έχει προσελκύσει και λειτουργούν με επιτυχία εξειδικευμένα ναυτιλιακά δικηγορικά γραφεία, διεθνείς ασφαλιστικές και ναυλομεσιτικές εταιρείες, έμπειροι ναυτιλιακοί πραγματογνώμονες και επιθεωρητές, πασίγνωστοι διεθνώς μεσίτες ασφαλίσεων, ναυλώσεων και αγοραπωλησιών πλοίων.

Πέραν τούτων, και ο Ελληνικός εφοπλισμός έχει καταθέσει αμέτρητες φορές, διαχρονικά στις Ελληνικές κυβερνήσεις, ολοκληρωμένες προτάσεις για την ανάπτυξη του ναυτιλιακού cluster του Πειραιά που αφορά κυρίως στην προσέλκυση ναυτιλιακών εταιρειών διαχείρισης πλοίων στην Ελλάδα.

Θα σταθούμε βέβαια και σε μία πρόσφατη έρευνα και μελέτη της ΕΥ σύμφωνα με την οποία υπάρχουν συγκεκριμένοι τομείς που απαιτείται μεγαλύτερος αριθμός προσπαθειών για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και αυτοί είναι η ναυτική εκπαίδευση με την ανάγκη ενίσχυσης των ναυτικών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, το εν γένει ρυθμιστικό πλαίσιο, ώστε να γίνει φιλικότερο και να διευκολύνει τη διαχείριση των πλοίων, τις ναυτιλιακές υποδομές, κυρίως λιμενικές για την ανάπτυξη της προσβασιμότητας και συνδεσιμότητας των λιμανιών και τέλος το στενότερο συντονισμό του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα για την ανάπτυξη της ανταγωνιστικότητας του Ελληνικού ναυτιλιακού cluster.

Πράγματι, η συγκυρία αυτή του Brexit αποτελεί μία μοναδική ευκαιρία και πρόκληση για εμάς, ως κράτος για την ολοκλήρωση και εκτίναξη του ναυτιλιακού cluster στον Πειραιά. Ας μην ξεχνάμε ότι με το Brexit η Βρετανία δεν πρόκειται να παραδοθεί αμαχητί και να διακινδυνεύσει να απεμπολήσει ή έστω κατ’ ελάχιστο να μειώσει τις παραδοσιακές ναυτιλιακές της υποδομές. Είναι βέβαιο ότι θα αντιδράσει.

Ήδη, πολύ πρόσφατα περί το Σεπτέμβριο του 2017 στελέχη από τη διεθνή ναυτιλία παραβρέθηκαν στο Λονδίνο για τη Διεθνή Ναυτιλιακή Εβδομάδα του Λονδίνου (London National Shipping Week) που αποτέλεσε μια από τις μεγαλύτερες και σπουδαιότερες παγκόσμιες ναυτιλιακές εκδηλώσεις.

Εκεί αναπτύχθηκαν οι συνιστώσες της «νέας εθνικής ναυπηγικής στρατηγικής» της Βρετανίας, η οποία είχε σαν φιλοδοξία να καθησυχάσει τη διεθνή ναυτιλιακή κοινότητα, έτσι ώστε η Βρετανική οικονομία να μην χάσει τα 15 δισεκατομμύρια στερλίνες το χρόνο που εισπράττει από τη ναυτιλία, και τις 250.000 θέσεις εργασίας που προσφέρει.

Ας μη λησμονούμε, επίσης, το γεγονός ότι αμέσως η Βρετανία θα κοιτάξει και πάλι το φορολογικό καθεστώς των non doms αν πραγματικά επιθυμεί να ηρεμήσει κυρίως τους Ρώσους και Άραβες επενδυτές που επέλεξαν για εγκατάστασή τους το Λονδίνο τα τελευταία χρόνια ή να προσελκύσει και πάλι τις ναυτιλιακές εταιρείες στις υπηρεσίες που θα την εξυπηρετήσουν με σταθερότητα και σε βάθος χρόνου.

Η διατήρηση όμως των πλεονεκτημάτων αυτών έχει πολύ μεγάλη σχέση με το ποιο θα είναι τελικά το μοντέλο του Brexit, θα είναι μια σκληρή αποχώρηση ή θα υπάρξει μια ευέλικτη συμφωνία με την Ε.Ε. που θα προβλέπει ελευθερία εμπορικών και επιχειρηματικών συναλλαγών που να καλύπτει και το σύνολο των ναυτιλιακών και χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών;

Αυτό βέβαια δεν το γνωρίζουμε ακόμα, αλλά θα πρέπει να είμαστε δημιουργικά πανέτοιμοι για τις νέες ευκαιρίες και προκλήσεις που έρχονται στη χώρα μας και κυρίως στο city του Πειραιά, που τον αγαπάμε όλοι εμείς και εργαζόμαστε τόσα χρόνια σε αυτόν.

Περισσότερα νέα

News In English

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Εγγραφή NewsLetter